συγκάλεση
Смотреть что такое "συγκάλεση" в других словарях:
συγκάλεση — η, Ν σύγκληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκαλώ. Η λ., στον λόγιο τ. συγκάλεσις, μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά] … Dictionary of Greek
συγκαλέσῃ — συγκαλέω call to council aor subj mid 2nd sg συγκαλέω call to council aor subj act 3rd sg συγκαλέω call to council fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιρμιλιανός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, επίσκοπος της πατρίδας του Καισαρείας της Καππαδοκίας (230 268). Ήταν φίλος και θαυμαστής του Ωριγένη. Κατά τον Μέγα Βασίλειο, έγραψε διάφορες πραγματείες, που χάθηκαν όλες. Σώζεται μόνο μια επιστολή του προς… … Dictionary of Greek